- θηριοτροφείο
- το (Α θηριοτροφεῑον) [θηριοτρόφος]1. ο χώρος (συνήθως κλουβιά) όπου κλείνονται και τρέφονται άγρια ζώα με σκοπό τη μελέτη τους από ειδικούς ή την παρουσίασή τους στο κοινόνεοελλ.1. συλλογή ζώων που είναι κλεισμένα σε κλουβιά2. μτφ. θορυβώδης όμιλος ή συγκέντρωση ανθρώπων που διαπληκτίζονται και ασχημονούν3. μτφ. συγκέντρωση άσχημων γυναικών4. μτφ. ειρωνικός χαρακτηρισμός τάξης άτακτων μαθητών ή ολόκληρου σχολείου5. μτφ. ειρωνικός χαρακτηρισμός οικογένειας που τα μέλη της αλληλοτρώγονται σαν θηρία.
Dictionary of Greek. 2013.